-
1 ατμοσφαιρικός
η, ό[ν] атмосферный, атмосферический;ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;
ατμοσφαιρικός κατοπτρισμός — фата-моргана, мираж
1 ατμοσφαιρικός
ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;
ατμοσφαιρικός κατοπτρισμός — фата-моргана, мираж